Αφιέρωμα: Κώστας Λεπενιώτης

>> Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ο Κώστας Λεπενιώτης ήταν αδερφός του Κατσαντώνη και πήρε το όνομα του διότι γεννήθηκε στην Λεπενού γύρω στο 1780. Και τα τέσσερα αδέρφια (Κατσαντώνης, Λεπενιώτης, Χασιώτης και Χρήστος Κούτσικος) μαζί βγήκαν στο κλαρί και μαθήτευσαν τον ανταρτοπόλεμο κοντά στον αρχηγό των κλεφτών Β. Δίπλα.

Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη όλοι οι κλέφτες κάνανε σύναξη και αποφάσισαν να μην σκορπίσουν αλλά να μείνουν ενωμένοι και να συνεχίσουν τον κλέφτικο βίο κάτω από τις διαταγές του Κώστα Λεπενιώτη.

Ο Κώστας Λεπενιώτης έδρασε κυρίως στην περιοχή των Αγράφων. Ο Αλή πασσας πίστευε ότι με τον θάνατο του Κατσαντώνη θα ησύχαζε η κατάσταση στα Άγραφα, έξι μήνες αργότερα διαπίστωσε ότι η κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου.

Τον Μάη του 1807 ο Λεπενιώτης είχε το λημέρι του στην θέση Παπαδιά στα Άγραφα και πληροφορήθηκε ότι ο Σουλεϊμάν Τότης είχε κατασκηνώσει στα Δαμιανά. Του έστειλε μήνυμα και του λέει πώς "αν είσαι παλικάρι έλα να με βρεις είμαι στην Παπαδιά". Ο Σουλεϊμάν Τότης μάζεψε όλο το ασκέρι του, ταξίδεψε όλο το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί έφτασε στην Παπαδιά όπου τον περίμενε ταμπουρωμένος ο Λεπενιώτης με τα παλικάρια του. Στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν εξήντα τούρκοι και ανάμεσα τους ο Σουλεϊμάν Τότης.


Η Λαϊκή μούσα μας λέει:


Ο Λεπενιώτης κίνησε να πάει στο Καρπενήσι,
να πάει να κάνει την Λαμπρή και το χριστός Ανέστη.
Και οι γέροντες τον καρτερούν με τα κεριά ανάμενα.
-Πώς πάτε γέροντες με τους παλιοτουρκάδες;
-Καλά περνάμε Λέμπο μου με τους παλιοτουρκάδες
γυναίκες δεν ορίζουμε, παιδιά μας και κορίτσια.
Και του Τσαούση μίλησε, του ψυχογιού του λέει:
-Μοιράστε γρήγορα μπαρούτι και φυσέκια,
τους Τούρκους για πετάξουμε έξω από το Καρπενήσι.

Ενύσταξα μωρέ παιδιά, και θέλω να πλαγιάσω
και σεις να ξαγρυπνήσετε, να φιλάτε καραούλι,
να μην πέραση από δω ο Κώστας Λεπενιώτης
Πέρσι πήρε τον γιόκα μου, φέτος τον αδερφό μου.

Νάταν ο Μάης παχνιστής κι ο θεριστής χειμώνας
να κρουσταλλιάσει η θάλασσα ν' αράξουν τα καράβια,
να μην περάσει ο αρματολός ο Κώστας Λεπενιώτης.
Κι ο Κώστας πέρα πέρασε και πέρασε και πήγε.


Κάποια στιγμή ο Λεπενιώτη και τα παλικάρι του αποφάσισαν να περάσουν στη Λευκάδα για να ξεκουραστούνε. Το 1821 Ο Αλή Πασάς του στέλνει μήνυμα και του ζητάει να γυρίσει πίσω όχι σαν κλέφτης αλλά σαν αρματολός. Ο Λεπενιώτης δέχτηκε αλλά με τον όρο να μην παρουσιαστεί μπροστά του και προσκυνήσει. Ο Λεπενιώτης και τα παλικάρια του φεύγουν από την Λευκάδα και γυρίζουν στα Άγραφα όπου και διορίζεται αρματολός.
Ο Λεπενιώτης όμως ήταν άνθρωπος που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του και δεν έκανε τα χατίρια των αγάδων της περιοχής. Έτσι οι αγάδες της περιοχής με τον κατσάμπαση Τσολάκογλου αποφάσισαν να βγάλουν από την μέση τον Λεπενιώτη.

Την Κυριακή του Πάσχα ο Λεπενιώτης βρισκόταν στο Φουρνά και το βράδυ όταν έβγαινε από την εκκλησία τον πυροβόλησαν από τον πύργο του προεστού Γιαννάκη Κωστάκη που ήταν απέναντι από την εκκλησία. Τα παλικάρια του απέκρυψαν τον θάνατό του και είπαν ότι μεταφέρθηκε στο Ξυρόμερο για να θεραπευθεί, ενώ τον είχαν θάψει στην θέση Ξηροσακούλα.

Η λαϊκή μούσα έγραψε για τον Λεπενιώτη τα παρακάτω τραγούδια:

Εσείς πουλιά πετούμενα, άγρια κι ημερωμένα,
εσείς δουλειά δεν έχετε μες στα χωριά του Βάλτου,
πετάτε πάνω στα Άγραφα και στα κεφαλοχώρια,
να βρείτε τους αρματολούς τον Κώστα Λεπενιώτη,
να τους πείτε μυστικά πως θα τον εσκοτώσουν.
Και τα πουλιά τον βρήκανε μεσ' του Φουρνά την μέση
που έβγαινε από την εκκλησιά με δώδεκα νομάτους.
ήταν η μέρα Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη
Και πριν του πουν το μυστικό πως θα τον εσκοτώσουν
ο Νικόθεος εφώναξε από το παραθύρι:
-Βαράτε τους αρματολούς τον Κώστα Λεπενιώτη,
πούχουν χαλάσει τα Άγραφα πούνε Κεφαλοχώρια.
Κι ο Λεπενιώτης φώναξε κι αντιλογία του δίνει:
- Νίκο σαν είχες πόλεμο, γιατί δεν μου μηνούσες,
να μάσω τα παλικάρια μου που τάχω σκορπισμένα
και ν' άβλεπες τον πόλεμο του Κώστα Λεπενιώτη!
Τον λόγο δεν απόσωσε τον λόγο δεν απο' είπε
δέκα τουφέκια πέφτουνε κι' άλλα διακόσια αντάμα
του Νικοθέου η τουφεκιά χτυπάει τον Λεπενιώτη.
Οι σύντροφοι τον άρπαξαν ,τον πήγανε στον Βάλτο!
Σε δυό βδομάδες πέθανε, κι οι κλέφτες των Αγράφων
στο Βάλτο κατεβήκανε τρισάγιο να του κάνουν.

Αντάριασαν τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι,
ο ήλιος βγήκε κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο καθαρός Αυγερινός να βασιλέψει πάει
κι οι κλέφτες τον καρτέρεσαν και τον συχνορωτάνε:
-Πες μας καημένε Αυγερινέ, κάνα καλό χαμπέρι!
-Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω;
τον Λεπενιώτη σκότωσαν μες του Φουρνά την μέση.
ψιλή φωνίτσα έσυρε όσο κι αν ημπορούσε:
Που να είσαι Τσόγκα μου αδερφέ και πολυαγαπημένε,
πάρε μου το κεφάλι μου το χιλιοτιμημένο,
μη μου το πάρει η αρβανιτιά μ'; αυτόν τον Νικοθέο!

Αντάριασαν τα βουνά ,συννέφιασαν οι κάμποι,
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο,
Κι οι κλέφτες το καρτέρησαν και το συχνοροτούσαν
-Πες μας πες μας αστέρι μας κάνα καλό μαντάτο
-Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω ;
Τον Λεπενιώτη βάρεσαν μες το δεξί το χέρι.
Δεν μπορεί να βγάλει το σπαθί να βγάλει το ντουφέκι.
Ψιλή φωνούλα έσυρε ,όσον καν εμπορούσε
-Το πούσε Τσόγκα μ' αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη,
γυρίστε να με πάρετε ,πάρτε μου το κεφάλι,
να μην το πάρει η τουρκιά κι αυτός ο Νικοθέος

Συχνολαλούνε τα πουλιά της άνοιξης τ' αιδόνια
συχνολαλεί μια πέρδικα συχνολαλεί και λέει
-Βγήκε ο Μουχτάρης παγανιά γι' αυτόν τον Λεπενιώτη!
Κι ου Λεπενιώτης άρρωστος στο χέρι λαβωμένος
τον κλαίει η νύχτα και η αυγή τον κλαίει το μεσημέρι
τον κλαιν τα παλικάρια του ούλα αράδα αράδα.

Ο Λεπενιώτης άρρωστος βαριά γεια να πεθάνει,
τον κλαίει η νύχτα και η αυγή, το δόλιο μεσημέρι
τον κλαιν και τρεις αρχόντισσες από το Καρπενήσι.
Τον έκλαιγαν και το' λεγαν:
Κώστα την γνώμη άλλαξε και άλλη γνώμη βάλε,
για τάξε Κώστα μ τίποτα σε κάνα μοναστήρι.

Έπεσε αντάρα στα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι
βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κ' ο λαμπερός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
-Πες μας καημένε αυγερινέ κάνα καλό χαμπέρι;
Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω
τον Λεπενιώτη σκότωσαν τον πρώτο καπετάνιο.


Και φυσικά η λαϊκή μούσα δεν θα άφηνε την μητέρα του Λεπενιώτη, που έδωσε τα τρία παιδιά της στην πατρίδα.

Συχνολαλούνε τα πουλιά της άνοιξης τ' αηδόνια
και ο Λεπενιώτης άρρωστος στο χέρι λαβωμένος.
Τον κλαίει η νύχτα και η αυγή, τον κλαίει το μεσημέρι,
τον κλαιν και τρεις αρχόντισσες από το Μεσολόγγι,
τον έκλεγε και η μάνα του κι όλη η συντροφιά του.
-Κώστα τάξε τάματα σ' όλα τα μοναστήρια,
χίλια φλουριά μες στον Προυσό και χίλια στην Τατάρνα
-Αφέντη μ' Αι' Δημήτρη μου, από την Βαριτάδα,
αν δεν σε φκιάσω ολόχρυσο, αν δεν σε ζωγραφίσω!
Να γέρευε το χέρι μου και το δεξί μου πόδι.
Και αν δεν τον κάψω τον Φουρνά, μια ώρα να μην ζήσω.



Βιβλιογραφία.
Πανελλήνια ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων.
Τραγούδια σαρακατσάνικα. Επιμέλεια Ευριπίδης Μακρής.
Γιώργος Αγραφιώτης. Σαρακατσαναίοι κλεφταρματολοί και δημοτικό τραγούδι.

(Πηγή: http://sarakatsanika.pblogs.gr/)

Δημοσίευση σχολίου